καθετί

καθετί
(αόρ. αντων.) οτιδήποτε, κάθε πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάθε + τι (ουδ. τής αρχ. αόρ. αντων. τις, τι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθετί — (άκλ. ουδ.), αόρ. αντων. με άρθρο ή χωρίς άρθρο σε χρήση στην ονομ. και την αιτ., καθένα, καθένα χωριστά: Καθετί που φοράει είναι ωραίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • Αγαδά — Καθετί που δεν έχει στην εβραϊκή θρησκευτική παράδοση χαρακτήρα νόμου. Αντίθετη προς την Α. είναι η Χαλακά (= προφορικός νόμος). Στον 13ο αι. οι διάφορες παραδόσεις του είδους κωδικοποιήθηκαν σε ένα είδος αγαδικού λεξικού, γνωστού ως Γιαλκούτ …   Dictionary of Greek

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • φαινόμενο — το / φαινόμενον, ΝΜΑ καθετί που φαίνεται ή γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, κάθε άμεσα αντιληπτό ή παρατηρούμενο αντικείμενο, γεγονός ή συμβάν, σε αντιδιαστολή με ό,τι συλλαμβάνεται με τον νου, με τη νόηση νεοελλ. 1. (με κν. σημ.) έννοια που… …   Dictionary of Greek

  • λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… …   Dictionary of Greek

  • ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… …   Dictionary of Greek

  • ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”